δικορράφος

δικορράφος
δικορράφος, ο (Α)
βλ. δικορράπτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δικορράφος — pettifogger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικορράφον — δικορράφος pettifogger masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικορράφους — δικορράφος pettifogger masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικορράπτης — και δικορράφος, ο (Α) αυτός που επινοεί ή κατασκευάζει δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. δικορράπτης < δίκη + ράπτης < ράπτω δικορράφος < δίκη + ραφος < ραφή < ράπτω (πρβλ. μηχανορράφος)] …   Dictionary of Greek

  • δικορραφώ — δικορραφῶ ( έω) (Α) [δικορράφος] επινοώ, εφευρίσκω δίκες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”